- στοιχειοκράτωρ
- -ορος, ὁ, Ααυτός που κρατά και εξουσιάζει τα στοιχεία τής φύσης («στοιχειοκράτορες θεοί», Σιμπλίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχεῖον + -κράτωρ (βλ. λ. αυτο-κράτωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στοιχειοκράτορας — στοιχειοκράτωρ who presided over the elements masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)